- στιφρότης
- στιφρότης, ητος, ἡ,A solidity, stoutness, Timocl.22.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στιφρότης — solidity fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιφρότητα — η / στιφρότης, ότητος, ΝΑ [στιφρός] η ιδιότητα τού στιφρού αρχ. ισχύς … Dictionary of Greek